- μικροβιολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μικροβιολογία: Όλο το πρωί ήμουν στο νοσοκομείο για μικροβιολογικές εξετάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροβιολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροβιολογία («μικροβιολογική εξέταση») 2. φρ. α) «μικροβιολογική δοκιμασία» βιολ. η χρήση συγκεκριμένων μικροοργανισμών για τον καθορισμό τής ποσότητας ή τής περιεκτικότητας ουσιών, όπως τών βιταμινών,… … Dictionary of Greek
βακτηριακός — ή, ό 1. ο σχετικός με τα βακτήρια 2. φρ. «βακτηριακός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek